Eσύ πάντα θα έχεις περισσότερα από μένα.
Εγώ θα διαχειρίζομαι την έντιμη φτώχεια μου και εσύ την –τουλάχιστον- ένοχη επάρκειά σου.
Δεν με πειράζει αυτό.
Δεν με πειράζει καν που όταν αντί μακαρόνια σκεφτώ κρέας, δαγκώνομαι σαν να είπα βρωμόλογο, την ίδια ώρα που εσύ έχεις μπουχτίσει τα μπον φιλέ, τα χαβιάρια, τα φουά γκρα σου. Που περπατώ λίγο λοξά για να μην φαίνεται το τριμμένο μου τακούνι δεν με κάνει να ζηλεύω τα φινετσάτα μοκασίνια που σε βλέπω, στην τηλεόραση, να φοράς. Ό,τι έχεις το έχω πληρώσει και ....
χαλάλι σου, ό,τι μου λείπει το έχεις πάρει και πάλι χαλάλι σου.
Όποιος και νάσαι είσαι δικός μου, γιατί είσαι πρωθυπουργός μου.
Πλήρωσα κι άλλους πριν από σένα, πληρώνω και σένα, θα πληρώσω και τον αυριανό.
Δεν ζητώ τίποτε ενώ θάπρεπε να ζητώ αυτά που είχες υποσχεθεί.
Αλλά το συνάφι σου, των πολιτικών, από χρόνια με έχει κάνει σοφό καθώς με έμαθε πως οι υποσχέσεις δεν είναι για να τηρούνται, όπως τα στολίδια μιας τούρτας δεν είναι πάντα φαγώσιμα!
Λοιπόν ξέρω ποιος είσαι αλλά και συ νιώσε ποιος είμαι, όταν λες…. το σ’ αγαπώ, σαν μια βασίλισσα τσιγγάνα που περνάει και μπαίνει στις καρδιές σαν να `τανε μετρό, που φωτισμένο βάζει μπρος και ξεκινάει.
Παραμονές εκλογών το κάνεις πάντα αυτό και μετά σαν ξεκινάει το …μετρό, ξεχνάς ότι είμαι μέσα, είναι κι ’άλλοι, είμαστε πολλοί, ένας λαός ολόκληρος, έεεεεεε άνθρωποι εδώ!
Το παράπονο και ο θυμός μου είναι ότι μετά, σαν το όχημα ξεκινήσει, τρελαίνεσαι και μου μιλάς για αριθμούς, κάνεις μετά πως δεν με ξέρεις, ύστερα μου ζητάς να θυσιάσω αυτά που δεν έχω, κατόπιν μιλάς αγγλικά με τους βιαστές μου αλλά εγώ έχω F.C. και καταλαβαίνω τι λέτε…., περιφρονείς το χνώτο μου που βρωμάει -μυρίζοντας εσύ τις κολόνιες των Βρυξελλών- αλλά και πάλι υπομένω.
Όχι από αδυναμία αλλά ακριβώς από δύναμη!
Τώρα όμως που σαν Έλληνας πας και ντροπιάζεσαι και με ντροπιάζεις, τώρα που τρέχεις πίσω τους και πίνεις το σάλιο τους (κι’ εγώ μαζί σου), που ξέχασες τα όργανα που θα τους λαλούσες και θα χόρευαν, που ξέχασες ποιάς πατρίδας γέννημα είσαι και ποιών σπηλαίων κάτοικοι υπήρξαν αυτοί, τώρα που στο πέτο σου φοράς το σήμα τους και όχι την σημαία μας, τώρα λέω κι’ εγώ χαράμι να σου γίνουνε, όσα σε τάισα και όσα σε πότισα!
Όχι μόνο σε σένα προσωπικά αλλά στον κάθε πολιτικό που ξεκινήσαμε με κουβέντες και καταλήξαμε με αριθμούς!
Εγώ θα μείνω τρελός, αδέσποτος και πεινασμένος αλλά θα μπορώ να σας φτύνω, να παίρνω την πατρίδα στους ώμους και να γίνομαι πρόσφυγας για όπου βρω τίμια γη να σταθώ, να αγαπήσω και να τελευτήσω.
Εσείς θα είστε αυτοί που τους τάισα, οι ελεημένοι από μένα και αυτοί που δεν θα καταλάβουν ποτέ τα πρωτοβρόχια γιατί θα έχουν πάνω τους τόσων αφεντικών το σάλιο!
Θα ανεμίσω την σημαία μου και θα φύγω.
Θα μείνετε εκεί όπου το χρήμα χάραξε την μοίρα των πουλημένων και αν ποτέ ντραπείτε, κοιτάξτε προς τα σκουπίδια :
Θα είμαι αυτός με την τσιγγάνικη ενδυμασία, που θα σας γνέφει (με ένα δαγκωμένο πορτοκάλι στο χέρι) ...
Εγώ θα διαχειρίζομαι την έντιμη φτώχεια μου και εσύ την –τουλάχιστον- ένοχη επάρκειά σου.
Δεν με πειράζει αυτό.
Δεν με πειράζει καν που όταν αντί μακαρόνια σκεφτώ κρέας, δαγκώνομαι σαν να είπα βρωμόλογο, την ίδια ώρα που εσύ έχεις μπουχτίσει τα μπον φιλέ, τα χαβιάρια, τα φουά γκρα σου. Που περπατώ λίγο λοξά για να μην φαίνεται το τριμμένο μου τακούνι δεν με κάνει να ζηλεύω τα φινετσάτα μοκασίνια που σε βλέπω, στην τηλεόραση, να φοράς. Ό,τι έχεις το έχω πληρώσει και ....
χαλάλι σου, ό,τι μου λείπει το έχεις πάρει και πάλι χαλάλι σου.
Όποιος και νάσαι είσαι δικός μου, γιατί είσαι πρωθυπουργός μου.
Πλήρωσα κι άλλους πριν από σένα, πληρώνω και σένα, θα πληρώσω και τον αυριανό.
Δεν ζητώ τίποτε ενώ θάπρεπε να ζητώ αυτά που είχες υποσχεθεί.
Αλλά το συνάφι σου, των πολιτικών, από χρόνια με έχει κάνει σοφό καθώς με έμαθε πως οι υποσχέσεις δεν είναι για να τηρούνται, όπως τα στολίδια μιας τούρτας δεν είναι πάντα φαγώσιμα!
Λοιπόν ξέρω ποιος είσαι αλλά και συ νιώσε ποιος είμαι, όταν λες…. το σ’ αγαπώ, σαν μια βασίλισσα τσιγγάνα που περνάει και μπαίνει στις καρδιές σαν να `τανε μετρό, που φωτισμένο βάζει μπρος και ξεκινάει.
Παραμονές εκλογών το κάνεις πάντα αυτό και μετά σαν ξεκινάει το …μετρό, ξεχνάς ότι είμαι μέσα, είναι κι ’άλλοι, είμαστε πολλοί, ένας λαός ολόκληρος, έεεεεεε άνθρωποι εδώ!
Το παράπονο και ο θυμός μου είναι ότι μετά, σαν το όχημα ξεκινήσει, τρελαίνεσαι και μου μιλάς για αριθμούς, κάνεις μετά πως δεν με ξέρεις, ύστερα μου ζητάς να θυσιάσω αυτά που δεν έχω, κατόπιν μιλάς αγγλικά με τους βιαστές μου αλλά εγώ έχω F.C. και καταλαβαίνω τι λέτε…., περιφρονείς το χνώτο μου που βρωμάει -μυρίζοντας εσύ τις κολόνιες των Βρυξελλών- αλλά και πάλι υπομένω.
Όχι από αδυναμία αλλά ακριβώς από δύναμη!
Τώρα όμως που σαν Έλληνας πας και ντροπιάζεσαι και με ντροπιάζεις, τώρα που τρέχεις πίσω τους και πίνεις το σάλιο τους (κι’ εγώ μαζί σου), που ξέχασες τα όργανα που θα τους λαλούσες και θα χόρευαν, που ξέχασες ποιάς πατρίδας γέννημα είσαι και ποιών σπηλαίων κάτοικοι υπήρξαν αυτοί, τώρα που στο πέτο σου φοράς το σήμα τους και όχι την σημαία μας, τώρα λέω κι’ εγώ χαράμι να σου γίνουνε, όσα σε τάισα και όσα σε πότισα!
Όχι μόνο σε σένα προσωπικά αλλά στον κάθε πολιτικό που ξεκινήσαμε με κουβέντες και καταλήξαμε με αριθμούς!
Εγώ θα μείνω τρελός, αδέσποτος και πεινασμένος αλλά θα μπορώ να σας φτύνω, να παίρνω την πατρίδα στους ώμους και να γίνομαι πρόσφυγας για όπου βρω τίμια γη να σταθώ, να αγαπήσω και να τελευτήσω.
Εσείς θα είστε αυτοί που τους τάισα, οι ελεημένοι από μένα και αυτοί που δεν θα καταλάβουν ποτέ τα πρωτοβρόχια γιατί θα έχουν πάνω τους τόσων αφεντικών το σάλιο!
Θα ανεμίσω την σημαία μου και θα φύγω.
Θα μείνετε εκεί όπου το χρήμα χάραξε την μοίρα των πουλημένων και αν ποτέ ντραπείτε, κοιτάξτε προς τα σκουπίδια :
Θα είμαι αυτός με την τσιγγάνικη ενδυμασία, που θα σας γνέφει (με ένα δαγκωμένο πορτοκάλι στο χέρι) ...